- πικρικός
- -ή, -ό, Νφρ. «πικρικό οξύ» — αζωτούχος οργανική αρωματική ένωση που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και για την κατασκευή εκρηκτικών υλών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picric acid (< πικρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ιωάνν. Τρικαλιανό].
Dictionary of Greek. 2013.